μεγαλοκέφαλος

μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκέφαλος
with large head
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοκέφαλος — η, ο (ΑM μεγαλοκέφαλος, ον) μεγακέφαλος …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκεφάλοις — μεγαλοκέφαλος with large head masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοκεφάλους — μεγαλοκέφαλος with large head masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοκεφάλων — μεγαλοκέφαλος with large head masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοκέφαλα — μεγαλοκέφαλος with large head neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοκέφαλοι — μεγαλοκέφαλος with large head masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλών — κεφαλών, ῶνος, ὁ (Α) 1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός 2. το κεφαλωτόν*, το φυτό πράσο 3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. ων / ώνος (πρβλ. πευκ …   Dictionary of Greek

  • μεγακέφαλος — η, ο αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, αλλ. μεγαλοκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”